- χρεωκοπία
- και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος]νεοελλ.1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού δράστη3. μτφ. απώλεια ισχύος και κύρους, αποτυχία («η χρεωκοπία τής οικονομικής πολιτικής είναι πλέον ολοφάνερη»)4. φρ. «κρατική χρεωκοπία»(οικον.) η αδυναμία τού κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο προς το εσωτερικό, αλλά, κυρίως, προς το εξωτερικόαρχ.διαγραφή, απαλειφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους.
Dictionary of Greek. 2013.